κοριαννον

κοριαννον
    κορίαννον
    τό (преимущ. pl.) бот. кориандр Anacr., Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κοριαννον" в других словарях:

  • κορίαννον — coriander neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοριάννοις — κορίαννον coriander neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοριάννοισιν — κορίαννον coriander neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοριάννου — κορίαννον coriander neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοριάννῳ — κορίαννον coriander neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορίαννα — κορίαννον coriander neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Coriander — For other uses, see Coriander (disambiguation). Chinese parsley redirects here. This can also refer to the unrelated Heliotropium curassavicum. Coriander Scientific classification Kingdom …   Wikipedia

  • κορίαννο — το (Α κορίαννον και κορίαμβλον) το φυτό κορίανδρο («μύρτοις στεφανοῡσθαι καὶ κοριάννοις», Ανακρ.) αρχ. δαχτυλίδι που φορούσαν οι γυναίκες στον δείκτη τού χεριού («ἕτερον κορίαννον, τῷ λιχανῷ περιηρτημένον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • Coriandre — Coriandrum sativum …   Wikipédia en Français

  • κορίαξος — κορίαξος, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεωρείται παρλλ. τ. τού κοραξός. Άλλοι τό συνδέουν με τα κορίαννον, κόριον (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • κόριον — (I) κόριον, δωρ. τ. κώριον, τὸ (Α) μικρό κορίτσι, κοριτσάκι («ὦ πονηρὰ κώρι ἀθλίου πατρός», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. ιον]. (II) κόριον και κόρι, τὸ (Α) 1. το φυτό κορίαννο ή κορίανδρο («οὐλόμενόν γε ποτὸν κορίοιο», Νίκ.) 2.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»